- σίττακος
- σίττακος, ὁ, u. σιττάκη, u. σίττας, ὁ, der Sittich oder Papagei
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιττακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιττακός — ὁ, Α βλ. ψιττακός … Dictionary of Greek
σιττακούς — σιττακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιττακῶν — σιττακός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιττακόν — σιττακός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PSITTACUS — pluchritudinis inter aves primas tulit, a Statio, l. 2. Sylv. 4. Epicedio in Psittacum Melioris Atedii, ubi psittacum iungens Pavoni ac Phasiano ait, v. 25. Psittacus ille plagae viridis regnator Eoae, Quem non gemmata volucris Funonia caudâ… … Hofmann J. Lexicon universale
σίττας — Βυζαντινός στρατηγός, που έδρασε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Το 525 μ.Χ. στάλθηκε από τον Ιουστινιανό, μαζί με το Βελισσάριο στην Περσαρμενία, εναντίον των Περσών και, αφού τους νίκησε σε μάχη κοντά στα Σάταλα, βάδισε προς τη Τζανική (ανατολικό… … Dictionary of Greek
ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… … Dictionary of Greek
ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] … Dictionary of Greek